Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

Χριστούγεννα και πάλι

Τραγούδια για έρωτες, ιστορίες για ανθρώπους που αλλάζουν, που βρίσκουν ελπίδα, που πεθαίνουν φτωχοί και τιποτένιοι, αγαπημένοι δε από τον Θεό.

Χριστουγεννιάτικα δέντρα, στολίδια, γλυκά, γκι, δώρα, διακοπές και ξεκούραση.

Βιτρίνες στολισμένες, Αη- Βασίληδες που χορεύουν, μπαλόνια, ουρές στα μαγαζιά.

Ταινίες με Αη – Βασίληδες, με περιπέτειες στα χιονιά, σε σπίτια, στον Βόρειο Πόλο.

Κι όμως πάρτε το χαμπάρι. Τα Χριστούγεννα δεν είναι όλα αυτά. Είναι η γέννηση του Χριστού, η αρχή της εκπλήρωσης της υπόσχεσης του Θεού στον λαό του και σε όλο τον κόσμο, η αρχή της Καινής Διαθήκης.
Είναι η πιο γνωστή γιορτή το νόημα της οποίας εύκολα ξεχνιέται. Απλά το υπενθυμίζω σε όποιον τύχει και διαβάσει το post.

Καλά Χριστούγεννα.

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

«Σας παρακαλώ, ένα μπουκάλι γάλα θέλω να πάρω»

Θα ήταν γύρω στις 11 και 10 το πρωί, όταν την είδα να στέκεται όρθια, πάνω στον γκρίζο πεζόδρομο της Ασκληπιού, λίγα μέτρα πιο μακριά έξω από το Δημαρχείο. Αν και είχα μάθημα σε μερικά λεπτά και βιαζόμουν να φτάσω στον προορισμό μου, βάζοντας έναν αγώνα δρόμου με τον ίδιο τον χρόνο, συνέβη εκείνο το παράδοξο φαινόμενο που τόσο εκθειάζουν στις ταινίες και στα λογοτεχνικά βιβλία. που λαμβάνει χώρα, όταν κάποιος ερωτεύεται. Ο χρόνος σταμάτησε.
Δεν ήταν όμως η θέα κοριτσιού που έκανε τους χτύπους της καρδιάς μου να αυξηθούν εκείνο το άτομο που σταμάτησε το χρόνο. Ήταν η θέα μιας ηλικιωμένης κυρίας, φασκιωμένης στα μαύρα, ακουμπώντας άτσαλα σε ένα μαύρο μπαστούνι να κοιτάει με τα μικρά, ζαρωμένα της μάτια τους ανθρώπους που περνούσαν από κοντά της έχοντας απλωμένο δειλά το αριστερό της χέρι να λέει με μία τρεμάμενη και σπαρακτική φωνή: «Σας παρακαλώ, ένα μπουκάλι γάλα θέλω να πάρω».
Εκείνη η γυναίκα, που η παρουσία της είχε κάνει τον ίδιο το χρόνο να σταματήσει, στεκόταν στο μεγάλο πεζόδρομο των Τρικάλων, αόρατο νησί σε θάλασσα αδιάφορων ανθρώπων, μόνη, μαύρη και αδύναμη, διαπράττοντας την πιο ταπεινωτική πράξη για την αξιοπρέπεια της, ζητιάνευε.
Οι πρώτες μου σκέψεις ήταν εκείνες που είχα παλιότερα κάθε φορά που έβλεπα έναν ζητιάνο, κωφάλαλο ή γενικά άνθρωπο που ζητούσε ελεημοσύνη. Την λυπήθηκα, όπως λυπόμουν αυτούς τους ανθρώπους, όταν ήμουν μικρό παιδί και τραβούσα το μανίκι της μητέρας μου θέλοντας να την πείσω να τους δώσει χρήματα. Εκείνη την στιγμή η γυναίκα αυτή στο μυαλό μου πήρε την μορφή πολλών άλλων προσώπων που βρίσκονται στην ίδια μοίρα. Αν οι άνθρωποι που ζητάνε χρήματα από ανάγκη είχαν ομάδα, τότε, εκείνη για μένα ήταν η αρχηγός τους.
Τι κακουχίες να την είχαν βρει άραγε; Πως τα έφερε έτσι η ζωή, ώστε να φτάσει εκείνη η γριά κυρία, που παλιότερα θα ήταν μια δεσποινίδα γεμάτη χάρη και ζωντάνια να παρακαλάει για ένα μπουκάλι γάλα; Μήπως δεν της φτάνει η σύνταξη, η ακρίβεια την χτύπησε, δεν έχει άλλους συγγενείς, δεν έχει σπίτι;
Τι να αισθάνεται, όταν γυρίζει στον τόπο κατοικία της μετά από μία μέρα τέτοιας ταπείνωσης; Αναπολεί άραγε την παλιά της ζωή, τις όποιες ανέσεις απολάμβανε; Βλέπει το μέλλον γεμάτη απαισιοδοξία και ένα βαρύ, μαύρο στρώμα απελπισίας και θλίψης την τυλίγει; Μήπως βλέπει πως έχοντας γεράσει τώρα πια δεν έχει στο να ελπίζει για ένα καλύτερο μέλλον, πως η ελπίδα την χάιδεψε κάποτε, μα τώρα έχει περάσει;
Παρασυρμένος, όμως, από την καθημερινότητα, γρήγορα την ξέχασα. Όπως γρήγορα ξεχνάμε όλους όσους έχουν ανάγκη γύρω μας. Ίσως πάλι να είμαστε βιολογικά προγραμματισμένοι έτσι για να επικεντρωθούμε στην δική μας επιβίωση. Επειδή ακριβώς όμως επικεντρωνόμαστε στην δική μας επιβίωση, αργότερα, ίσως αν κάποιος από εμάς βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση δεν θα λάβει βοήθεια από πουθενά. Όποια, όμως, κι αν ήταν η αιτία το αποτέλεσμα ήταν ότι την ξέχασα.
Δύο εβδομάδες πέρασαν, όταν, περνώντας από το ίδιο μέρος, την ίδια ώρα, προχωρώντας γρήγορα για μην αργήσω πολύ να πάω στο μάθημα είδα εκείνη την κυρία ξανά. Τίποτα δεν είχε αλλάξει από την προηγούμενη φορά. Φασκιωμένη στα μαύρα, ακουμπώντας άτσαλα σε εκείνο το μαύρο μπαστούνι, ζητούσε βοήθεια. Λέγοντας ακριβώς τα ίδια λόγια: «Σας παρακαλώ, ένα μπουκάλι γάλα θέλω να πάρω».
Και τότε ένα δεύτερο κύμα σκέψεων κατέκλεισε το μυαλό μου, εκείνο που είχε σκοτώσει τις αθώες παιδικές μου σκέψεις, τις είχε θάψει βαθιά στην άβυσσο του υποσυνείδητού μου και με χαρακτήριζε στα χρόνια που ήρθαν. Η εικόνα εκείνης της γυναίκας, που για δεύτερη φορά έλεγε τα ίδια λόγια, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ήταν εκείνη των ανθρώπων που μπαίνουν στα λεωφορεία της Θεσσαλονίκης, λίγο πριν αναχωρήσουν για τα Τρίκαλα και λένε κάθε φορά τις ίδιες ατάκες και ιστορίες για να κερδίσουν χρήματα. Εκείνη η γυναίκα δεν είχε ανάγκη. Εκείνη η γυναίκα ήταν απατεώνισσα.
Απατεώνισσα όπως τόσοι πολλοί άλλοι, που προσπαθούν να κερδίσουν χρήματα χωρίς να ιδρώσουν. Τεμπέληδες, άξεστοι, άπληστοι. Άνθρωποι που το πρωί έχουν ανάγκη και το βράδυ ξοδεύουν τα χρήματά τους στο ποτό, στα ναρκωτικά, στα χαρτιά. Και οι απλοί πολίτες, σαν κορόιδα εξαπατούνται από τους φτηνούς θεατρινισμούς τους και τους δίνουν χρήματα.
Και πάλι όμως δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος. Γιατί έχουμε γεμίσει τόσους απατεώνες που δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε εκείνους που πραγματικά έχουν ανάγκη από τους δόλιους. Και τι κάνουμε; Υποθέτουμε πως όλοι είναι τέτοιοι. Σώζει και την τσέπη και να μας κάνει να αισθανόμαστε καλά και δικαιωμένοι από πάνω. Αλλά πόσους που πραγματικά ήθελαν βοήθεια δεν έχουμε βοηθήσει με αυτόν τον τρόπο;
Τα παραπάνω τα συζήτησα με έναν φίλο ένα βράδυ και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι προφανώς δεν ξέρουμε που πρέπει να δώσουμε και που όχι. Και τι θα ήταν καλό να κάνουμε; Να δίνουμε σε όλους ή να μην δώσουμε σε κανέναν; Τι είναι σημαντικότερο; Να νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας ότι βοηθάμε ή να βοηθάμε στα αλήθεια;
Μήπως η απάντηση είναι προφανής, αλλά εμείς έχουμε αλλοτριωθεί τόσο πολύ; Μήπως το συμφέρον μας δεν είναι πάντα το επιθυμητό; Μήπως, εννοώ, βοηθάμε περισσότερο αν η κατάσταση αποφέρει κόστος σε μας και κέρδος στους άλλους; Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω την απάντηση. Όμως, είμαι σίγουρος πως βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο σφίξιμο της καρδιάς, συνοδευόμενο από αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς και στο αίσθημα της ανακούφισης, συνοδευόμενο, στην αρχή τουλάχιστον, από εκείνο της απώλειας. Τι εννοώ; Απλά φανταστείτε πως βλέπετε εκείνη την κυρία. Στην πρώτη περίπτωση δεν της δίνετε λεφτά, ενώ στην δεύτερη της δίνετε.

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

Οι σκεψεις μου για το νεκρό Αλέξανδρο και κάτι παραπάνω

Με αυτά που συμβαίνουν γύρω μας αποφάσισα να γράψω ένα κείμενο στο οποίο εξηγώ τις απόψεις μου επί του θέματος. Θα εκθέσω αυτές τις απόψεις στην αρχή και θα τις τεκμηριώσω παρακάτω. Καταρχάς βρίσκω κι εγώ τραγικό το περιστατικό με το θάνατο του 15χρονου Αλέξανδρου και συμπονώ τους γονείς και φίλους του θύματος. Χειροκροτώ την στάση των μαθητών, που βγήκαν στους δρόμους για να τον τιμήσουν και να διαδηλώσουν για να δείξουν την αγανάκτηση τους με το συμβάν και παρόμοια συμβάντα ανευθυνότητας της αστυνομίας. Θεωρώ, όμως, ανεπίτρεπτη την συμπεριφορά εκείνων των ομάδων που βγήκαν στους δρόμους για να καταστρέψουν και για να επιτεθούν σε ανθρώπους. Επίσης, βρίσκω άκρως υποκριτικό να μελετάμε ακόμα το γεγονός με τον θάνατο του 15χρονου και να φωνάζουμε δείχνοντας πως τόσο πολύ μας νοιάζει, ενώ στην πραγματικότητα μετά από 2-3 μέρες το μόνο που νοιάζει τον καθένα είναι να χάσει μάθημα αν είναι μαθητής, να παραμείνει στην εξουσία ή να φάει την εξουσία από εκείνον που την έχει αν είναι πολιτικός ή να ξεθυμάνει αν ανήκει στην κατηγορία των ζώων που καταστρέφουν ξένες περιουσίες. Να σημειώσω, ακόμη πως δεν πιστεύω στην ωμή βία και στους σαματάδες και είμαι πολέμιος οποιασδήποτε απόπειρας επισφαλούς γενίκευσης, κάτι το ποίο έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις.

Ο θάνατος ενός 15χρονου δεν μπορεί παρά μόνο λύπη να προκαλέσει. Μία ζωή χάθηκε, ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να προσφέρει πολλά ακόμη γύρω του. Δεν έχει σημασία αν ήταν πλούσιος ή φτωχός, αν ήταν έξυπνος ή όχι, αν ο χαρακτήρας του φημίζονταν για τα κολακευτικά σχόλια που τον απάρτιζαν ή αν έμοιαζε με εκείνο ανθρώπου άξεστου. Το παιδί δεν το γνώριζα, ούτε γνώριζα κάποιον συγγενή ή φίλο του. Το απότομο τέλος μια ζωής γεμάτη μέλλον, όμως, ενός εφήβου γεμάτου όνειρα και μηδαμινό άγχους θανάτου (ποιος θα τον σκεφτεί άλλωστε σε μία τόσο τρυφερή ηλικία;) είναι αυτό που λέμε με μία λέξη «κρίμα».
Αλλά ποιος μπορεί να απαλύνει και τον πόνο των γονέων; Αν ένα παιδί είναι προϊόν αγάπης, όπως πιστεύω όλα εκείνα τα παιδιά που οι γονείς τους δουλεύουν για να τους παρέχουν τα πάντα και μία ζωή γεμάτη ανέσεις, όσες ανέσεις μπορεί να προσφέρει ο καθένας βέβαια, τότε είναι το πιο δύσκολο πράγμα να χάσει κανείς. Δεν είναι ανάγκη το πάθημα να σου γίνει μάθημα, να εκτιμήσεις κάτι αφού το χάσεις, όσον αφορά την σχέση γονέων παιδιών. Όταν το παιδί πεθαίνει, οι γονείς παρακαλούν να πάρουν εκείνοι τη θέση τους, τα όνειρα τους χάνονται, το ίδιο και η ελπίδα τους να ζήσουν κι αυτοί μέσα από τη ζωή του.
Και οι φίλοι; Ας μην ξεχάσουμε τους φίλους! Οι φίλοι είναι εκείνοι καταλαβαίνουν ένα άτομο περισσότερο κι από τους ίδιους τους γονείς. Ο δεσμός ανάμεσα σε δύο αληθινούς φίλους είναι μεγαλύτερος από εκείνον που ενώνει δύο αδέρφια. Πως λοιπόν να μην νιώσει ο οποιοσδήποτε καταβεβλημένος όταν ο δεσμός αυτός πάψει να υφίσταται; Και ύστερα είναι οι τύψεις. Αν ήμουν εγώ στην θέση του, αν δεν του έλεγα να πάμε έξω, αν δεν με λέγανε Νίκο…
Δεν μπορώ να προσφέρω λόγια παρηγοριάς σε καμία από τις δύο ομάδες. Όχι, δεν είναι όλα καλά, όχι δεν μπορώ να κάνω τίποτα, όχι δεν χρειάζονται κάτι άλλο αυτή τη στιγμή. Μπορώ, όμως, να τους πω να συνεχίσουν την ζωή τους μετά τον θρήνο, να τους πω πως εκείνοι δεν φταίνε σε τίποτα. Απλά η ζωή είναι πουτάνα. Και πιθανότατα εκείνος ο αστυνομικός.

Πριν προχωρήσω στους μαθητές της Ελλάδας θέλω να σταθώ λίγο στον αστυνομικό. Δεν ξέρω τι πραγματικά έγινε. Αν όντως τον πυροβόλησε εν ψυχρώ ο άνθρωπος έκανε μαλακία και πρέπει να τιμωρηθεί. Μακάρι να μετανιώσει για αυτό που έκανε, αν δεν το έχει κάνει είδη και όταν αργότερα βγει από τη φυλακή να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του. Μα μπαίνει στα παπούτσια του αστυνομικού; Αυτή ίσως και να είναι η κατάρα μου. Δίνω και δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες και πιστεύω στον σωφρονισμό κι όχι στην τιμωρία. Ο καθένας αν μετανιώσει για τα κακά πράγματα που έχει κάνει θα πρέπει να έχει την ευκαιρία να ζήσει αργότερα. Διότι, αν καταδικαζόμασταν ισόβια για κάποιο παράπτωμα μας, δεν θα μαθαίναμε από τα λάθη μας, δεν θα προχωρούσε αυτός ο κόσμος μπροστά, αφού η πρόοδος είναι εκείνη η ποσότητα που έχει ως συνισταμένες πάμπολλες αποτυχημένες προσπάθειες και δοκιμές. Εξάλλου, σκεφτείτε και την οικογένεια εκείνου του αστυνομικού. Τι φταίνε τα παιδιά και η γυναίκα του; Μα θα μου πείτε τα ήθελε και τα έπαθε. Έτσι είναι αυτά. Ας τα σκεφτόταν πριν τραβήξει την σκανδάλη. Αλλά δεν τα σκέφτηκε. Ποιος θα φροντίσει εκείνη την κατεστραμμένη και στιγματισμένη πλέον οικογένεια;
Δηλαδή μου λες πως δεν πρέπει να τιμωρηθεί ο αστυνομικός; Καθόλου! Η τιμωρία ίσα ίσα θα αποτρέψει από το να γίνουν παρόμοια περιστατικά στο μέλλον (θεωρητικά μιλώντας πάντα). Και του αξίζει ό,τι έπαθε. Αλλά ας σκεφτούμε όμως και την άλλη πλευρά των πραγμάτων, το μέλλον αυτού του ανθρώπου, αν μετανιώσει, και το παρόν και μέλλον της οικογένειας του που δεν φταίει σε τίποτα.
Βέβαια δεν ξέρω αν θα έλεγα τα ίδια αν σκότωναν το δικό μου παιδί ή τον δικό μου φίλο. Η αλήθεια είναι πως αυτά τα πράγματα είναι υποκειμενικά και θα χρειαστεί μεγάλη ψυχική δύναμη από τους γονείς του παιδιού στο μέλλον να συγχωρέσουν αυτό τον άνθρωπο, αν με δάκρυα στα μάτια τους το ζητήσει. Ίσως πάλι να μην τους το ζητήσει και ποτέ.

Ο θάνατος, λοιπόν, έφερε την αγανάκτηση των μαθητών. Κάνοντας καταλήψεις, βγαίνοντας στους δρόμους έδειξαν την πικρία τους για το συμβάν, τίμησαν και με το παραπάνω τη μνήμη του τραγικού εφήβου. Κι όσο αν θα λέω πως αυτά είναι υπερβολές χαίρομαι όταν βλέπω ανθρώπους γεμάτους πάθος να θέλουν να τιμήσουν τον νεκρό, να θέλουν να περάσουν ένα μήνυμα. Χαμογελάω αυτή τη στιγμή όταν σκέφτομαι τον δυναμισμό τους. Ίσως γιατί δεν τον έχω επίδειξη η ίδιος, όντας πιο συγκρατημένος και άνθρωπος που δεν εκφράζει τα συναισθήματα του εύκολα. Άκουσα μάλιστα πως εκείνοι οι μαθητές που νοιάστηκαν για τον Αλέξανδρο δεν έκαναν φασαρίες, δεν τα έβαλαν με τους αστυνομικούς. Εκείνοι τίμησαν. Μπράβο τους!

Μαζί με αυτούς όμως εμφανίστηκαν κι εκείνοι που προκάλεσαν καταστροφές σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας. Εκείνοι οι άνθρωποι για μένα δεν βγήκαν για να τιμήσουν τον Αλέξανδρο. Βγήκαν μόνο και μόνο για να προκαλέσουν την καταστροφή. Σαν τους χούλιγκαν στα γήπεδα. Ο αγώνας και η προσήλωση τους σε μία ομάδα είναι μόνο η αφορμή. Και στο όνομα, λοιπόν, ενός νεκρού παιδιού, στην ιδέα μιας καλύτερης αστυνομίας, ξεχύθηκαν στους δρόμους, έβαλαν φωτιά στο κέντρο της Αθήνας και κατέστρεψαν και έκλεψαν! Εκείνους δεν τους νοιάζει η καλύτερη αστυνόμευση, δεν τους νοιάζει η ασφάλεια και η τάξη. Οι ίδιοι είναι κομμάτια του σώματος του χάους και της αταξίας. Συμφεροντολόγοι που εκμεταλλεύτηκαν ένα γεγονός για να ξεθυμάνουν, να κλέψουν για να πιάσουν την καλή. Για αυτούς τους ανθρώπους μόνο ντροπή αισθάνομαι.
Θα μου πείτε, είπες πριν πως αν ο αστυνομικός μετανιώσει του αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία. Ναι, αφού τιμωρηθεί όμως. Το ίδιο κι αυτά τα άτομα.

Τι γίνεται όμως με εκείνους που πράγματι πήραν αφορμή από το περιστατικό του Αλέξανδρου για να περάσουν το μήνυμα στη κυβέρνηση πως δεν ανέχονται άλλη αδιαφορία και την ανευθυνότητα της ελληνικής αστυνομίας; Καταρχάς να πω πως ο στόχος τους είναι σεβαστός. Και ποιος δεν θέλει αυτό που αποζητάνε; Δυστυχώς όμως κι αυτοί, πιστεύω, συγκαλύφθηκαν από τις παραπάνω ομάδες της καταστροφής.
Βέβαια, είμαι υπέρ των διαδηλωτών που μάχονται για μία καλύτερη αστυνομία, εφόσον όμως κι εκείνοι διαδηλώνουν χωρίς να προκαλέσουν ζημιές και υλικές καταστροφές. Μία διαδήλωση πολιτισμένη.

Και τώρα έφτασα σε ένα σημείο που αρκετοί ίσως να με παρεξηγούνε. Συμφωνώ με το πένθος για τον νεκρό μαθητή, συμφωνώ πως το συμβάν ήταν τραγικό. Αλλά ρε παιδιά εγώ αυτό το άτομο δεν το ήξερα. Και πείτε με αναίσθητο, αλλά δεν έκατσα όλες αυτές τις μέρες κλεισμένος στο δωμάτιό μου για να το σκέφτομαι. Διάβασα τα μαθήματά μου, έφαγα γεμάτος όρεξη, κοιμήθηκα ήσυχος το βράδυ. Και θέλω να μάθω, αν είμαι ο μόνος που τα έκανα όλα αυτά ή αν το έκανα και εκατομμύρια άλλοι «αγανακτισμένοι» Έλληνες. Το βρίσκω υποκριτικό να λέμε «κρίμα και κρίμα και πρέπει να διαδηλώσουμε και να παλέψουμε» και να συναντιόμαστε με τους φίλους μας, να λέμε αστεία, να ζούμε κανονικά χωρίς τύψεις και στεναχώρια. Κι αν μας πείραξε ο άδικος θάνατος ενός 15χρονου τόσο πολύ, τότε γιατί δεν καίμε πόλεις ολόκληρες για τα παιδιά στις χώρες του τρίτου κόσμου που πεθαίνουν από την πείνα, δίψα, αρρώστιες, θάνατοι άδικοι (δεν διάλεξαν να γεννηθούν εκεί), θάνατοι – εκτελέσεις (η αδιαφορία μας τους εκτελεί κάθε μέρα), θάνατοι φρικτοί (το σώμα πρήζεται και ανοίγει, οι πόνοι είναι αφόρητοι, εκκρίνονται αίμα και σωματικά υγρά από το σώμα τους).
Μα που πας τόσο μακριά θα μου πουν κάποιοι. Μακριά; Απλά ζήσε με τους φτωχούς και ζητιάνους της πόλης σου για μερικές μέρες για να δεις μια light απεικόνιση των παραπάνω.
Άλλοι πάλι θα πούνε «Τουλάχιστον ξεσηκωθήκαμε για κάτι, είναι μία αρχή». Εσάς που όντως ξεσηκωθήκατε για αυτό σας συγχαίρω. Αλλά ξέρω άλλους τόσους που έκανα καταλήψεις για να χάσουν μάθημα, ξέρω πως τα άλλα κόμματα νοιάστηκαν μόνο να πέσει η κυβέρνηση για να έρθουν αυτά στην εξουσία. Ο ένας υποκριτής πίσω από τον άλλο! Σκέφτομαι ακόμη. Αν λέγαμε στους μαθητές σηκωθούν το Σάββατο το πρωί στις 8-9 να κάνουν διαδήλωση για τον νεκρό Αλέξανδρο, πόσοι αλήθεια θα ξυπνούσαν και πήγαιναν; Και πόσοι θα πήγαιναν επειδή πραγματικά αισθάνονται την ανάγκη να τον τιμήσουν και όχι γιατί δεν θέλουν μα φανούν υποκριτές και αναίσθητοι στα μάτια του κόσμου;
Για μένα λογικό είναι πικραμένοι να είναι ακόμη μόνο όσοι σχετίζονταν στενά με τον νεκρό. Γονείς, φίλοι, συγγενείς, συμμαθητές. Συμβαίνει σε κάθε θάνατο.

Τέλος, δηλώνω πως, ναι, δεν είμαι άνθρωπος των διαδηλώσεων. Πιστεύω στον διάλογο και προτιμώ τον πλάγιο τρόπο άσκησης πίεσης από αυτόν τον δυναμικό των διαδηλώσεων. Σε αυτό μπορεί να είμαι και λάθος. Όπως είπε κι ένας φίλος μου «Πιστεύεις πως αν δεν βγούμε στους δρόμου και συζητήσουμε ήσυχα κι ωραία θα νοιαστεί ο Καραμανλής;» Δυστυχώς, όσο κι αν θέλω να το πιστεύω, δεν θα νοιαστεί. Γι’αυτό όσον αφορά στην φύση και την σημασία των διαδηλώσεων η άποψη μου πιθανότατα είναι λανθασμένη, μιας και σκέφτομαι κάπως «ρομαντικά» σε αυτό το ζήτημα.
Όμως προσοχή! Ακόμα κι αν δεχτώ πως οι διαδηλώσεις είναι απαραίτητες δεν ανέχομαι τις όποιες μορφές βίας. Δεν πιστεύω πως είναι ανάγκη να πλακώσουμε κανέναν αστυνόμο στο ξύλο, να σπάσουμε καμία βιτρίνα αθώων καταστηματαρχών, για ασκήσουμε πίεση. Ζημιές σε δημόσια περιουσία ίσως, αλλά κι αυτή μετρημένη κι όχι να ξεφεύγουμε από τον έλεγχο.
Μα οι αστυνομικοί δεν είναι οι κακοί της υπόθεσης; Κι εδώ είναι το τελευταίο σημείο στο οποίο θέλω να σταθώ. Ο αστυνομικός που πυροβόλησε είναι ο κακός της υπόθεσης. Εκείνοι που βάρεσαν τον Κύπριο είναι οι κακοί της υπόθεσης. Όχι όλοι οι αστυνομικοί .Δηλαδή, ο άλλος που κάνει καλά τη δουλειά του τι φταίει για τον βρίζει ο κάθε διαδηλωτής και να του ρίχνει ξύλο ο κάθε διαδηλωτής; Κι αν του ρίξει ξύλο μετά για αυτοάμυνα αμέσως θα πέσουν οι κατηγορίες πως πάλι έγινε κατάχρηση εξουσίας!
Θα μου πείτε. «Ναι, αλλά αυτά τα κάνουμε επειδή εκεί έξω έχουν γίνει τόσα συμβάντα με αστυνομικούς.» Μα δεν λέει κανένας πως έχετε δίκιο που φωνάζετε. Αλλά οι άλλοι οι σωστοί τι φταίνε; Πάνε οι Άγγλοι στην Μύκονο και επιδίδονται σε κραιπάλες και όργια. Την επομένη πρέπει να βρίσουμε όλους του Άγγλους; Ή πρέπει να στιγματιστεί ο Χριστιανισμός, που διδάσκει την αγάπη και πως οι ιερείς πρέπει να ασχολούνται μόνο με τα πνευματικά, αν πολλοί παπάδες κλέβουν και βιάζουν; Με την ίδια λογική όλη η Αλβανία αποτελείται από κλέφτες και απατεώνες, ο θείος μου στην Αμερική που δεν ψήφισε Μπους και ήταν κατά του πολέμου είναι φονιάς των λαών και η Φυσική πρέπει να καταργηθεί σαν επιστήμη, επειδή γέννησε την πυρηνική βόμβα!
Όλα τα παραπάνω αποτελούν γενικεύσεις. Επισφαλείς και βεβιασμένες. Ο συλλογισμός είναι καθαρά επαγωγικός και τα στοιχεία δυστυχώς δεν επαρκούν για να τον μετατρέψουν σε ακλόνητο κι έγκυρο.
Και θα έρθει η ανασκευή (που δεν αποτελεί αντίκρουση της θέσης μου): «Ναι, αλλά επειδή συμβαίνουν αυτά δεν θα κρατάς τα νώτα σου φυλαγμένα; Θα δώσεις έτσι απλόχερα λεφτά σε εκκλησία και σε φιλανθρωπικούς οργανισμούς; Θα βάλεις ζητιάνους μέσα στο σπίτι σου;» Η απάντηση είναι πως θα είμαι επιφυλακτικός. Δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Όμως θα εξακολουθώ να πιστεύω πως δεν είναι όλοι έτσι όπως είναι μερικοί ή έστω ένα μεγάλο μέρος τους.
Γι’αυτό το ξαναλέω. Φωνάξτε αλλά σεβαστείτε τους άλλους. Χτυπήστε εκεί που πρέπει, όχι εκεί που προσφέρεται. Και οι γενικεύσεις μόνο ρατσιστικές απόψεις στην επιφάνεια φέρνουν.

Αυτά είχα να πω, αυτά πιστεύω. Μπορεί να μην συμφωνείτε με πολλά από όσα λέω. Αλλά κι εγώ δεν σας επιβάλω κάποια γνώμη. Απλά προβληματιστείτε με τις απόψεις μου, όπως κι εγώ προβληματίστηκα με άλλες απόψεις. Και ποιος ξέρει; Ίσως στο μέλλον να αναθεωρήσω κάποια πράγματα από αυτά που έγραψα παραπάνω. Αλλά μέχρι στιγμής αυτή είναι η άποψή μου.