Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2007

Ακούω συνέχεια τους νέους να λένε πως οι γονείς τους δεν τους καταλαβαίνουν, πως ζούνε έξω από τη δική τους πραγματικότητα. Πως τους περιορίζουν, πως δεν τους νοιάζει τι θέλουν τα παιδιά τους, πως του φέρονται αυταρχικά γιατί τους μισούν. Τα ίδια έλεγα και ίσως λέω κι εγώ. Όντας έφηβος, νευρικός και οξύθυμος δεν χάνω την ευκαιρία να κατηγορήσω τους άλλους για τα προβλήματά μου.

Το ότι οι γονείς ζουν σε μία εντελώς άλλη πραγματικότητα από τα παιδιά τους δεν μπορούσε από το να μην είναι αλήθεια. Διαφορετική γενιά η μία, διαφορετική γενιά η άλλη. Το χάσμα των γενεών που λέμε υπήρχε πάντα και πάντα πιστεύω θα υπάρχει. Μάλιστα μου μπαίνουν υποψίες πως αν το εξαλείψουμε η κοινωνία μας θα μείνει στάσιμη.

Το δεύτερο σχόλιο όμως είναι ότι χειρότερο θα μπορούσε να νομίζει ένας έφηβος ή ένα παιδί γενικά για τους γονείς του. Ότι οι γονείς μισούν τα παιδιά τους και ότι δεν τα αφήνουν να πράξουν ελεύθερα. Δεν λέω μπορεί να υπάρχουν και πολύ σπάνια τέτοιες ακραίες περιπτώσεις, αλλά είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.

Και ποιος είναι ο κανόνας; Την απάντηση την ξέρετε. Οι γονείς αγαπάνε τα παιδιά με όλη τους την καρδιά. Και τι δεν κάνουν για μας! Μας αγοράζουν τα απαραίτητα για να ζήσουμε, κι αν το επιτρέπει η οικονομική κατάσταση χίλια δυο παραπάνω. Παιχνίδια, περιοδικά, ρούχα, λαχταριστές σοκολάτες, ζεστές κουβέρτες, ηλεκτρονικά είδη, βιβλία. Πληρώνουν τα μαλλιοκέφαλα τους κάθε χρόνο για τα φροντιστήρια και για τα εξωσχολικά βιβλία και βοηθήματα, πολλές φορές στερώντας από τον εαυτό τους άλλες ανέσεις. Και πόσες φορές τα βράδια έρχονται να μας καληνυχτίσουν, να μας παρηγορήσουν αν είχαμε κάποια αποτυχία και μας συμβουλέψουν! Η αγάπη τους μάλιστα για μας ξεπερνάει κάθε άλλη που και σε περίπτωση διαζυγίου για μας μαλώνουν και πάνε στα δικαστήρια.

«Ναι, αλλά γιατί μας μαλώνουν; Γιατί μας περιορίζουν;» Την απάντηση για αρκετό καιρό δεν την ήξερα. Όποτε με φώναζε και μου έκανε παρατήρηση η μητέρα μου, ή πιο σπάνια όταν μου έδινε ένα χέρι ξύλο, κλαίγοντας ένιωθα το μίσος να φουντώνει μέσα μου και μετά από λίγο να χαλαρώνει βέβαια. Γιατί να συμβαίνει αυτό; Όταν μετά μεγάλωσα και δεν έκανα τις αταξίες που έκανα και γενικά σταμάτησα τις κόντρες μαζί της θυμόμουν τις παλιές εκείνες στιγμές που με μάλωνε και δεν μπορούσα να βρω πάλι απάντηση.

Άρχιζα να διαβάζω βιβλία και σε ένα από αυτά ανακάλυψα κάτι που με βοήθησε να καταλάβω τον λόγο. Με βοήθησε να βρω την απάντηση γιατί οι γονείς μας καμιά φορά είναι τέρατα καταπίεσης και αυστηρότητας. Ήταν κάτι πολύ απλό μας πολύ χρήσιμο. Έλεγε το βιβλίο πως αν θέλουμε να κατανοήσουμε τον άλλον και τον τρόπο σκέψης του ένας τρόπος είναι να φανταστούμε τον εαυτό μας στην θέση του. Θυμήθηκα και τόσες αστυνομικές σειρές που έχω δει και λέω, τι στο καλό ας το δοκιμάσω.

Κλείνω τα μάτια και ξαφνικά είμαι ο πατέρας του γιού μου. Είμαστε στο σπίτι μας, στο χωριό και καθόμαστε στην βεράντα. Η γυναίκα μου είναι μέσα, θολή η εικόνα της, σκοτεινή η φιγούρα της στην φαντασία μου.

«Μπαμπά θέλω να πάω απέναντι στην πλατεία», τον ακούω να μου λέει. Εγώ κάθομαι σκεφτικός. Για να πάει απέναντι πρέπει να περάσει έναν επικίνδυνο δρόμο με βράχια στα άκρα. Και περνάνε και τα αυτοκίνητα και αχ, είναι τόσο μικρός, μπορεί να πέσει. Εγώ φυσικά δεν έπεσα, όπως και τόσοι άλλοι στην ηλικία του.

«Πήγαινε», του λέω. Εκείνος εξαφανίζεται από κοντά μου, κι εγώ κάθομαι και κοιτάζω απέναντι την πλατεία. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Ένας κόμπος είναι στον λαιμό μου. Αν πέσει; Αν χτυπήσει; Αν πεθάνει; Αν, αν, αν….

Πέφτω κάτω στις πλάκες και πιάνω το κεφάλι μου. Υποφέρω. Ο γιος μου, ο αγαπημένος μου γιος. Οι ανάσες μου βαθιές, ο ιδρώτας μου κρύος με έχει λούσει. Εκείνη την ώρα όλες οι αμφιβολίες μου, οι ανασφάλειές μου, οι φόβοι ξεσκίζουν το στήθος μου και σαν φίδια, μαύρα, μεγάλα και γλιστερά με ζώνουν και με πνίγουν. Ασφυκτιώ. Το μυαλό μου έγινε μία μηχανή κινηματογράφου που προβάλει σκηνές θανάτου, σκηνές πόνου. Είναι άραγε καλά το παιδί μου, το αγαπημένο μου παιδί;

Κι εκεί που με κατατρώει η ανησυχία, ακούω τον πιο ωραίο λόγο του κόσμου «Μπαμπά, γύρισα». Και με αυτό όλα τα φίδια εξοστρακίζονται μακριά μου, πετάγονται στον αέρα και εξαφανίζονται καθώς το καθαρό, άσπρο φως της χαράς, της ευτυχίας και της αγαλλίασης ακτινοβολεί από όλο μου το σώμα. Χωρίς να χάσω ευκαιρία τρέχω τον αγκαλιάζω σφιχτά και του δίνω ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο. Εκείνος σκέφτεται πως ο πατέρας του τρελάθηκε, αλλά εγώ είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου.

Ξέρω πως κινήθηκα στο υπερβολικό, αλλά αυτή ήταν η εμπειρία μου, έτσι κατάλαβα πόσο πολύ μας αγαπάνε οι γονείς μας και γιατί χρησιμοποιούν τις μεθόδους που χρησιμοποιούν. Θα σας προέτρεπα λοιπόν να το κάνατε κι εσείς, και να είστε απόλυτα αντικειμενικοί και ειλικρινείς με τον εαυτό σας και τα αισθήματα σας εκείνη την στιγμή

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Polu swsta ta eipes....
Oi goneis mas 8a mas misousan..h' apla 8a adiaforousan gia mas an mas afhnan n'alwnizoume san adespota stous dromous..
Eimai polu eutuxismenh pou niw8w thn agaph twn goniwn mou..akomh k an auth ekfrazetai mesa apo akraia uperprostateutikothta..