Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2007

Ο Χάρος

Το μακρύ ξύλινο δρεπάνι του Χάρου γρατσούνισε το πάτωμα καθώς σερνόταν από το κουρασμένο χέρι του. Ο θεριστής των ψυχών προχωρούσε με αργά βήματα στην σκοτεινή κάμαρα. Φτάνοντας επιτέλους δίπλα από το κρεβάτι του μελλοθάνατου στάθηκε στα πόδια του και βλέποντας το αρρωστιάρικο κορμί μπροστά του ξεφύσησε. Χλωμός, με μία μυρωδιά που θύμιζε έντονα εκείνη του νοσοκομείου, μίγμα φαρμάκων και οινοπνεύματος, είχε κλειστά τα μάτια του και μουρμούριζε. Μάλλον κοιμόταν.

Ήξερε τι θα συνέβαινε. Η εμπειρία τόσων χρόνων τον είχε διδάξει πως αν ο μελλοθάνατος τον έβλεπε ξαφνικά μπροστά του μετά ακριβώς από τον ύπνο θα πέθαινε ακαριαία από ο φόβο του και η ψυχή του θα ξέφευγε τα χέρια του Χάρου. Αυτό σήμαινε αποτυχημένη αποστολή, κράξιμό από το γραφείο και εξηγήσεις στο διοικητικό συμβούλιο. Σα να μην έφτανε αυτό η ψυχή θα έπρεπε να αναζητηθεί και να παρθεί, αλλιώς θα γίνονταν φάντασμα που θα στοίχειωνε τον κόσμο για πάντα. Ή τουλάχιστον για όσο διαρκεί το πάντα.

Καλύτερα που κοιμάται, σκέφτηκε ο μαυροφορεμένος σκελετός. Θα του έπαιρνε την ψυχή χωρίς να το καταλάβει. Ήταν μία πολύ δύσκολη βάρδια η σημερινή. Το γραφείο του είχε αναθέσει μαζικές δολοφονίες, δηλητηριασμούς και θύματα πολέμου και σήμερα δεν πρόφταινε να ανασάνει. Όχι ότι χρειάζεται την αναπνοή για να ζήσει. Ήταν ο τελευταίος στην λίστα του και μετά από αυτό θα τελείωνε η δουλειά για σήμερα.

Σήκωσε αργά και κουρασμένα το δρεπάνι του, πήρε μία βαθιά αναπνοή και την ώρα που ήταν έτοιμος να ρίξει το θανατηφόρο χτύπημα του στον μελλοθάνατο εκείνος ξύπνησε και τον κοίταξε απορημένος. Ο Χάρος πάγωσε. Ήταν σίγουρος πως όταν τον έβλεπε καλύτερα ο άρρωστος μπροστά του θα του έφευγε η ψυχή σαν μπαλόνι και έπρεπε γρήγορα να την αρπάξει.

«Γεια», του είπε ο άνθρωπος. «Πρέπει να είσαι ο Θάνατος, ο Χάρος, κάτι τέτοιο έ?»

Ο σκελετός κατέβασε αργά το δρεπάνι του κάτω και καχύποπτα έγνεψε καταφατικά. Για καλό και για κακό μάλιστα κάλυψε το πρόσωπο του με την μαύρη του κουκούλα ακόμα πιο πολύ.

«Το φαντάστηκε ότι θα ερχόσουν να με πάρεις σύντομα. Αλλά δεν ήξερα πότε θα έρθεις και με πήρε ο ύπνος», συνέχισε να μιλάει ο άντρας μπροστά του. Φαινόταν νέος, 27 χρονών και δεν έδειχνε ίχνος φόβου πάνω του.

«Πως σε λένε?», ρώτησε τον Χάρο. «Εννοώ εκτός από τα κοινότυπα ονόματα»

«Κοίτα φίλε, λυπάμαι που στο λέω, αλλά πρέπει να σου πάρω την ψυχή, γι’αυτό ας το κάνουμε νωρίς έτσι? Είχα μία αφάνταστα κουραστική μέρα»

«Αχ δεν το ξέρα συγγνώμη. ‘Έλα κάτσε μην στέκεσαι όρθιος», του είπε και του έγνεψε προς μία καρέκλα.

«Βιάζομαι…»

«Μα επιμένω»

Ο σκελετός κάθισε σε μία αναπαυτική καρέκλα δίπλα στον ετοιμοθάνατο.

«Θα σε κερνούσα ποτό αν δεν ήσουν ο Χάρος και φαντάζομαι δεν πίνεις τέτοια»

«Ναι, δεν πίνω», είπε αμήχανα ο Χάρος.

Κανένας δεν μιλούσε για λίγη ώρα. Ο ετοιμοθάνατος κοιτούσε τις κουβέρτες του σκεφτικός. Ο Χάρος κι εκείνος έμενε σιωπηλός. Κανένας άνθρωπος δεν είχε αντιδράσει τόσο ψύχραιμα στην θέα του. Έπρεπε να του πάρει την ψυχή σύντομα όμως.

«Πάμε?», τον ρώτησε. Συνήθως δεν ζητούσε την συγκατάθεση του πελάτη του. Ήταν ο θάνατος προσωποποιημένος και κανένας δεν μπορούσε να του φέρει αντίρρηση. Αλλά αυτός ο άνθρωπος ήταν διαφορετικός από τους άλλους.

«Λες να στεναχωρηθούν οι άλλοι, όταν φύγω?», ρώτησε σκεφτικά ο 27χρονος παίζοντας πλέον με τις τσαλακωμένες κουβέρτες του.

«Ε…συνήθως αυτό γίνεται», απάντησε αμήχανα ο θεριστής των ψυχών.

«Με αγαπάνε ξέρεις. Και οι γονείς μου και οι φίλοι μου και η κοπέλα μου… δεν θέλω να τους στεναχωρήσω»

Ο Χάρος χαμήλωσε το κεφάλι του και άρχισε να χτυπάει ρυθμικά τα δάχτυλά του στην καρέκλα. Προς στιγμήν ένιωσε οίκτο για τον νεαρό άνθρωπο. Ένιωσε στενοχώρια. Πόσο καιρό είχε να πλημμυρίσει από τέτοια αισθήματα!...

Σηκώθηκε πάνω και έβαλε το χέρι μπροστά στα μάτια του, στα κενά του μάτια.

Δεν είχε δάκρυα να χύσει, όχι από τότε που πέθανε και ανέλαβε την θέση αυτή, όχι πια. Έπιασε το δρεπάνι του που το είχε αφήσει δίπλα από την καρέκλα και το πλησίασε στο στήθος του ξεχωριστού ανθρώπου που είχε μπροστά του.

Ο 27χρονος έγνεψε και η κρύα λεπίδα τρύπησε το στήθος του και βγήκε πάλι αμέσως έξω. Στην άκρη της γαντζωμένη η ψυχή του, ο ίδιος ο άνθρωπος σαν φάντασμα πλέον, ενέργεια, που δεν χάνεται και δεν δημιουργείται από το μηδέν.

«Ωραία αισθάνομαι έτσι», αφουγκράστηκε τον εαυτό του ο πεθαμένος. «Χωρίς πόνο, χωρίς θλίψη, χωρίς σώμα»

«Ναι, ωραία είναι», ψέλλισε ο Χάρος και βγάζοντας ένα μπλοκάκι διέγραψε το τελευταίο όνομα της ημέρας. «Πάμε?», ρώτησε ξεφυσώντας.

«Που?»

«Σε ένα ωραίο μέρος»

Καθώς έβγαιναν από την πόρτα του δωματίου μία δόση περιέργειας γεννήθηκε στο κεφάλι του Θανάτου. «Δεν φοβόσουν να πεθάνεις?»

Η ψυχή χαμογέλασε: «Οι άλλοι να είναι καλά….»

Στα λόγια αυτά ο Χάρος θυμήθηκε έναν άλλον που μετέφερε στον Άδη, όταν λειτουργούσε ακόμα, από τις πιο σημαντικές δουλειές που του είχε αναθέσει το γραφείο, πριν 2000 χρόνια. Του φάνηκε πως του είχε απαντήσει παρόμοια.

Τον μπαγάσα, σκέφτηκε, έκανε καλή δουλειά.

2 σχόλια:

Dreamkira είπε...

Πολύ ωραίο κείμενο. Γενικά, μ' αρέσει πολύ να συμπεριφέρονται ανθρώπινα τα υπερφυσικά όντα (Θάνατος, Άγγελοι, Θεός κ.τ.λ.) και να φανερώνονται οι αδυναμίες τους.

Ανώνυμος είπε...

Αν κι αγνωστική, συμφωνώ απολύτως ότι το κείμενο είναι πολύ ωραίο.

HOUSEGIRL